Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Aντώνιος (Κόμπος) 1920-2005


Το ιστολόγιο μας, συνεχίζει το αφιέρωμα τιμής στους κληρικούς που ποτέ δεν εμφανίστηκαν με την αλαζονεία της αρετής αλλά απόμειναν μέσα στην ταπείνωση της αμαρτολότητας που όλοι μας σέρνουμε πίσω μας. Και στάθηκαν δίπλα στο Λαό του Θεού και σε κάθε πονεμένο άνθρωπο. Το αφιέρωμα μας σήμερα είναι στον Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιο.

ὑπὸ ἀρχιμανδρίτου Ἐφραὶμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου, Πρωτοσυγκέλλου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σισανίου καὶ Σιατίστης (B΄ Μέρος).

 

Ξεκινώντας τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἀναφορᾶς μας στὸ μακαριστὸ καὶ ἁγιασμένο Μητροπολίτη Σισανίου καὶ Σιατίστης κυρὸ Ἀντώνιο, νὰ σημειώσουμε, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοὶ ὅπου γῆς, ὅτι τὴ μαρτυρία γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκδημίας του ποὺ διαβάσατε στὸ πρῶτο μέρος, τὴν ὀφείλουμε στὸν εὐλαβέστατο ἱερομόναχο π. Ἀντώνιο Πανταζῆ, ἀδελφὸ τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Δρυοβούνου, καὶ δικό μας ἐκλεκτὸ ἀδελφὸ καὶ συλλειτουργό, ὁ ὁποῖος τὴν ὥρα ἐκείνη παράστεκε μὲ προσευχὴ τὸ Γέροντα.

Ἐπίσης, τὴ γνώμη τοῦ γέροντος Ἐφραὶμ ἀπὸ τὴν Ἀριζόνα γιὰ τὴν μὲ αὐταπάρνηση προσευχὴ τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτη χάριν τῶν πνευματικῶν του τέκνων, μᾶς μετέφερε ἡ συνεργάτις τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ ἁγιογράφος, δεσποινὶς Τατιανὴ Ὤττα ἀπὸ τὴ Σιάτιστα, ἡ ὁποία καὶ ἐπισκέφτηκε τὸ γέροντα στὸ μοναστὴρι τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου στὶς ΗΠΑ.
Σχετικὰ μὲ τὸ γέροντα Ἐφραὶμ, ὁ μακαριστὸς μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ (ἐν ἔτει 1995 μᾶλλον, διάκονος πρέπει νὰ ἤμουν): «Πρόσεχε, αὐτὸς εἶναι ὁ γέροντάς μας. Αὐτός, ὁ παποῦς Ἰωσήφ, ὁ γερο-Φιλόθεος (ἐνν. τὸν ἡγούμενο τῆς Ἱ. Μ. τοῦ Καρακάλλου), ὁ παπα-Στέφανος ὁ πνευματικός σου. Μὲ αὐτῶν τὸ φρόνημα εἴμαστε. Ἐγὼ βῆμα δὲν κάνω χωρὶς τὸν Ἐφραίμ. Ἂς εἶναι μακριά». Ἤθελε νὰ μὲ στηρίξει φαίνεται, στὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἱερατικῆς μου πορείας. Ἄλλη φορὰ, 3-4 χρόνια μετὰ μοῦ εἶπε: «Νὰ, ὁ γέροντάς μας»! καὶ μοὔ ’δειξε τὴν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, προφανῶς δείχνοντας ὅτι ἀκόμη καὶ ἡ ὑπακοὴ στὸν πνευματικό, ἂν δὲν ὑπάρξει προσοχὴ, καταντάει προσωποπαγής, δὲν ὁδηγεῖ στὴν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία, ἀλλὰ σὲ μία συναισθηματικὴ νοσηρότητα. Τοὐλάχιστον, γιὰ νὰ μὴν εἰπωθεῖ τίποτε βαρύτερο. Αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ χαρακτῆρα εἶχε τὸ ἔργο του. Ἀπέπνεε μία ἁπαλὴν αὔρα ἄκρως εὐγενοῦς ποιμαντικῆς φροντίδας, δίχως μεγαλοστομίες, μὲ ἡσυχία, μὲ προσευχή, μὲ σοφία καὶ σύνεση σὰν γενικὰ χαρακτηριστικά, χωρὶς νὰ ἀποκλείονται καὶ τὰ κατ’ ἄνθρωπον λάθη μὲ τὰ ὁποῖα χρεώνεται κανείς, παραχώρηση Θεοῦ γιὰ νὰ μὴν ὑπεραιρόμεθα καὶ καυχησιολογοῦμε. Γι’ αὐτὸ καὶ κατὰ γενικὴ ὁμολογία, ὁ μακαριστός, ἄφησε πίσω του, ἐκτὸς τῶν ἄλλων καὶ ἕναν καλὸ καὶ μονιασμένο κλῆρο. Οὔτε φατρίες, οὔτε ἐντάσεις.
Ἡ ἀδελφὴ τοῦ μακαριστοῦ μοῦ εἶχε πεῖ, τὸν καιρὸ ποὺ ἑτοιμαζόμουν γιὰ τὴ δική μου χειροτονία καὶ πηγαίναμε μὲ τὸν πνευματικό μου στὸ Χαλάνδρι γιὰ νὰ μὲ γνωρίσει καὶ νὰ κανονίσουμε τὰ διαδικαστικά, ὅτι ὅποτε εἶχε νὰ κάνει χειρονία, ὅλη τὴν προηγούμενη νύχτα προσευχόταν, πολλὲς φορὲς περπατώντας, ἄλλοτε γιὰ πολλὴ ὥρα ὄρθιος καὶ πολὺ συχνὰ μὲ τὰ χέρια ψηλά. «Ἔτσι ὅλη τὴ νύχτα»!, ἔλεγε μὲ μία δόση θαυμασμοῦ, ἡ ἁπλὴ καὶ ταυτόχρονα ἔξυπνη γυναίκα.
Οἱ ἀπαρχὲς τῆς ἰδιαίτερης σχέσης τοῦ Γέροντα μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο, τοποθετοῦνται μᾶλλον τὰ χρόνια τῆς πνευματικῆς του σχέσης μὲ μία εὐλαβέστατη ψυχή, ὀνόματι Σαλώμη. Ὅσοι τὸν ἀπολαύσαμε πολλὲς φορὲς ἱερουργοῦντα, θυμόμαστε ὅτι κατὰ τὴ μνημόνευση ἀπὸ τὴν Ὡραία Πύλη τῶν κεκοιμημένων, πάντοτε ἀνέφερε τὸ ὄνομα αὐτό. Ἡ Σαλώμη ἦταν μία ἐκλεκτὴ ψυχή ἀφιερωμένη ἀπὸ τὴ νεότητά της στὸ Χριστό. Ζοῦσε στὴν Αἰτωλοακαρνανία καὶ γνωρίστηκε μὲ τὸ μακαριστό, ὅταν αὐτὸς ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ ὡς ἱεροκήρυκας. Αὐτὴ ἡ Σαλώμη εἶχε στενὴ σχέση μὲ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Κάποτε εἶπε στὸ μακαριστὸ πὼς «τὸν εἶχε δεῖ σὲ θρόνο», καὶ πὼς ὁ ἅγιος Νεκτάριος τῆς εἶπε ὅτι «ὁ πατὴρ Ἀντώνιος θὰ γινόταν δεσπότης. Ὁ τότε πατὴρ Ἀντώνιος τὴν ἐπιτίμησε αὐστηρὰ καὶ μάλιστα ὡς πλανημένη. Λίγο ἀργότερα ἐξελέγη ἐπίσκοπος.
Σὲ ἄλλη περίσταση ἡ Σαλώμη τοῦ εἶπε πὼς ὁ ἅγιος Νεκτάριος ἦταν στενοχωρημένος ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς. Ὁ πατὴρ Ἀντώνιος ταράχτηκε καὶ κάνοντας τὸ σταυρό του τὴ ρώτησε: «Γιὰ μένα βρὲ Σαλώμη τὶ σοῦ εἶπε»; Καὶ ἀπάντησε ἐκείνη: «Ἀπὸ σένα παπα-Ἀντώνη εἶναι εὐχαριστημένος γιατὶ τρέχεις στὰ χωριά». «Δόξα σοι ὁ Θεὸς»!, ἔκανε ἐκεῖνος ἀνακουφισμένος.
Τὰ περιστατικὰ αὐτὰ ἄκουσα ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ μακαριστὸ μητροπολίτη περισσότερες ἀπὸ μία φορές, κατὰ τὶς περιοδεῖες τῶν παρακλήσεων τοῦ δεκαπενταυγούστου στὰ ἀπομακρυσμένα χωριὰ τῆς Μητροπόλεώς μας καὶ συγκεκριμένα στὴν Καλλονὴ καὶ τὸ Κυπαρίσσι, τῆς περιοχῆς τῶν Γρεβενῶν. Ἐκεῖνος παρέμενε στὸ Κυπαρίσσι, ἐνῶ ἐγὼ ὡς ἱεροκήρυκας πήγαινα στὴν Καλλονὴ γιὰ παράκληση, κήρυγμα καὶ ἐξομολόγηση καὶ ἐπέστρεφα στὸ Κυπαρίσσι γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε κατόπιν μαζὶ στὴ Σιάτιστα. Ἐκεῖ, στὸ Κυπαρίσσι παραμέναμε γιὰ λίγο, κάθε χρονιά, στὸ πατρικὸ τοῦ νῦν ἁγίου Φλωρίνης, ὅπου καὶ ἀκολουθοῦσε τὸ καθιερωμένο κέρασμα. Λίγο προτοῦ ἐκλεγεῖ ὁ ἅγιος Φλωρίνης, ὁ μακαριστὸς Γέροντας ἔλεγε στὶς ἀδελφές του: «Ὁ Θεόκλητος θὰ γίνει σίγουρα δεσπότης. Νὰ τὸ ξέρετε ποὺ σᾶς λέω. Γελαστὸς, χαριτωμένος, γλυκὺς ἄνθρωπος! Χάσαμε τοὺς γελαστοὺς ἐπισκόπους. Δὲν ὑπάρχει γελαστὸς παπᾶς, μήτε δεσπότης»!, ἔλεγε μετ’ ἐπιτάσεως.
Σὲ μία ἄλλη μας περιοδεία, θυμᾶμαι, περνούσαμε ἔξω ἀπὸ τὸ Τσοτύλι, ὁπότε μοῦ λέει: «Ἐφραίμ, χθὲς τὸ βράδυ ἦρθε ὁ παποῦς στὸν ὕπνο μου». «Ποιὸς παποῦς»; τοῦ λέω. «Ὁ μακαριστὸς ὁ Σεραφεὶμ, ὁ ἀρχιεπίσκοπος», τὸν ὁποῖο, σημειωτέον, ὑπεραγαποῦσε, ἐγκωμιάζοντας συχνὰ τὴν ἀμνησικακία του, τὴν ἀφιλοχρηματία του καὶ τὴ λιτότητά του. «Πῶς ἦταν, γέροντα»; Τὸν ρώτησα. «Μέσα σὲ πολὺ φῶς, τὶ φῶς ἦταν ἐκεῖνο, τὶ φῶς»! ἔλεγε ξανὰ καὶ ξανά καὶ σταυροκοπιόταν συνεχῶς (ὅπως συνήθως ἔκανε). «Μᾶς ἔχει ἔννοια», μοῦ εἶπε, «ὅλους μας στὴ Σύνοδο». Μετὰ ἀπὸ λίγο: «Ξέρεις γιατὶ εἶχε τόσο φῶς»; «Γιατὶ»; «Ἐπειδὴ ὁμολόγησε δημόσια, πὼς οἱ παπικοὶ δὲν εἶναι Ἐκκλησία, γι’ αὐτό». Αὐτὸ τὸ ἄκουσα πολλὲς φορές ἀπὸ τὸ στόμα του.
Λόγῳ τῆς κατὰ κόσμον παιδείας του, ὅταν ἦταν νέος εἶχε δεῖ καὶ ἐκλεκτὲς θεατρικὲς παραστάσεις, ἀρχαίου δράματος, ἀλλὰ καὶ νεότερο θέατρο. Ἐκτιμοῦσε ἀφάνταστα τὸν Ἀλέξη Μινωτῆ καὶ τὴν Κατίνα Παξινοῦ, εἶχε δὲ ἄριστες ἐντυπώσεις γιὰ τὴν Ἄννα Συνοδινοῦ, μὲ τὴν ὁποία εἶχε γνωριστεῖ πρὸς τὰ τέλη τῆς ζωῆς του, καὶ τὴν ὁποία μοῦ περιέγραφε σὰν σπάνιο ἄνθρωπο, ἐξαιρετικῆς εὐφυίας, καλλιέργειας καὶ ἤθους. Μὲ πολλὴ νοσταλγία ἐπίσης ἀναφερόταν στὸ στρατηγὸ Πλαστήρα, τὸν ὁποῖο ἐπισκέφτηκε στὸ νοσοκομεῖο, καὶ τὸν ὀνόμαζε ἅνθρωπο τοῦ Θεοῦ «μὲ ὅλη τὴ σημασία τῆς λέξεως», ὅπως χαρακτηριστικὰ τόνιζε. Ἀναφερόταν πάντοτε στὶς ἐλεημοσύνες ποὺ ἔκανε καὶ στὸ ὅτι δὲν ἀπέκτησε ποτὲ περιουσία.
Βλέπετε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δὲν πάσχει ἀπὸ ἱδρυματισμὸ λόγῳ τοῦ «ὑψηλοῦ ἐπιπέδου» πνευματικῆς ζωῆς ποὺ κάνει. Οὔτε “μαίνεται”, ὅταν ἀκούει γιὰ πολιτικοὺς ἢ γιὰ ὁποιαδήποτε μορφὴ Τέχνης, πάσχοντας ἀπὸ μονοφυσιτικὲς καὶ νεστοριανικὲς ἀγκυλώσεις, ἀλλὰ ἀπὸ κάθε χῶρο τοῦ πολιτισμοῦ, διαλέγει τὰ πολύτιμα, τὰ πρὸς σωτηρίαν. «Σὰν τὴ μέλισσα, ὄχι σὰν τὴ μύγα», ὅπως ἔλεγε ὁ πατὴρ Παΐσιος.
Ἡ κυρία Ἑλένη Χ., ἀκούγοντας γιὰ τὴ φήμη του ὡς καλοῦ πνευματικοῦ, ἦρθε ἀπὸ τὰ Γιάννενα γιὰ πρώτη φορὰ νὰ ἐξομολογηθεῖ. Ἀφοῦ εἶδε τὸ μακαριστό, βγῆκε κατόπιν ξαφνιασμένη καὶ χαρούμενη, αἰσιόδοξη. Εἶχε ἔρθει νὰ συμβουλευτεῖ τὸ Γέροντα γιὰ κάποιο ζήτημα ποὺ εἶχε νὰ κάνει μὲ τὴν κόρη της. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε νὰ μὴ στενοχωριέται μὲ τὴ… (καὶ εἶπε τὸ ὄνομα τῆς θυγατέρας), γιατὶ ὅλα θὰ πᾶνε καλά, καὶ πὼς θὰ ἔκανε προσευχή ὅση μποροῦσε. Βγαίνοντας μοῦ τὸ ἀνέφερε. «Τὶ συμβαίνει ἐδῶ πάτερ»; μὲ ρώτησε 2-3 φορὲς ἔκπληκτη.
Ἡ κυρία Ἑλένη Χαλαμούτη ἀπὸ τὴ Σιάτιστα ἀντιμετώπισε σοβαρὸ πρόβλημα ὑγείας. Οἱ γιατροὶ ἀποροῦσαν καὶ γιὰ τὴν ξαφνικὴ ἐμφάνιση τῆς νόσου (νεφρωσικὸ σύνδρομο), ἀλλὰ καὶ ἀμφέβαλλαν γιὰ τὴν πρόγνωση. Ἡ ἀσθενὴς ἀπευθύνθηκε στὸν ἐπίσκοπο. Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Ὅπως θὰ πᾶς ἔτσι θὰ γυρίσεις. Λίγο θὰ παιδευτεῖς, ἀλλὰ μὴν ἀνησυχεῖς». Πράγματι, ἔτσι ἔγινε.
Ἡ κυρία Ἰωάννα Λιάκου ἀπὸ τὴ Σιάτιστα ἔχει νὰ μᾶς διηγηθεῖ ἕνα ἐξώφθαλμο περιστατικό: ὁ γιός της Παναγιώτης, ἄριστος φοιτητής, καὶ νῦν καθηγητὴς στὴν Ἰατρικὴ σχολή, ἀντιμετώπιζε ἀνυπέρβλητες δυσκολίες στὴν ἐκπόνηση τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς. Πολλὲς φορὲς εἶχε καὶ ὁ ἴδιος διαπιστώσει τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς τοῦ ἐπισκόπου Ἀντωνίου, στὸν ὁποῖο ἀπευθυνόταν ἡ μητέρα του. Ὅλες οἱ κατὰ καιροὺς ἀναφυόμενες δυσκολίες ὑπερβαίνοντο. Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων δυσκολιῶν, ὁ παποῦς γονάτισε καὶ κατόπιν εἶπε: «Στὶς 23 Ἰουλίου 1999, καὶ μὲ τὴ νίκη» (!) Ἔτσι ὄντως ἦρθαν τὰ πράγματα.
Ἡ κυρία Σουζάννα Πραμπρόμη ἀπὸ τὴ Σιάτιστα, ἔπασχε ὰπὸ κερατόκωνο στὰ μάτια της, ὁ ὁποῖος μάλιστα παρουσίαζε πολὺ γρήγορη ἐξέλιξη, πρᾶγμα ποὺ ἔκανε τοὺς γιατροὺς νὰ τῆς μιλᾶνε γιὰ τὸ ἐνδεχόμενο ἐπείγουσας μεταμόσχευσης. Πηγαίνοντας στὸ μακαριστὸ νὰ ἐξομολογηθεῖ, τοῦ ἀνέφερε καὶ τὸ πρόβλημα ὑγείας της. Σὲ κάποια στιγμὴ καὶ ἐνῶ ἔκλαιγε, σήκωσε τὸ βλέμμα της νὰ τὸν δεῖ καὶ ἔκπληκτη τὸν βλέπει νὰ θρηνεῖ ὑπερβολικά, μὲ πολλὰ δάκρυα, σὲ βαθμὸ ἡ ἴδια νὰ ἀνησυχεῖ μὴ τυχὸν εἶχε πεῖ τίποτε ποὺ τὸν εἶχε πειράξει ἢ εἶχε στενοχωρηθεῖ ὁ Γέροντας στὸ ἄκουσμα τῶν ἁμαρτημάτων της. Σηκώθηκε, τῆς διάβασε συγχωρητικὴ εὐχὴ καὶ ἔφυγε. Στὸ δρόμο εἶχε μιὰ ἀνεξήγητη χαρά, ἕνα ξαλάφρωμα. Στὴν ἑπόμενη ἐξέταση τῶν ματιῶν της οἱ γιατροὶ τῆς εἶπαν πὼς ἡ ἐξέλιξη τοῦ κερατόκωνου σταμάτησε, καὶ δὲ συντρέχει λόγος μεταμόσχευσης πρὸς τὸ παρόν τουλάχιστον. Ἔκτοτε πέρασαν γύρω στὰ 10 χρόνια, χωρὶς νὰ ὑπάρξει καμία ἐπιδείνωση, ποὺ νὰ ἐπιβάλλει μεταμόσχευση.
Ὁ πατὴρ Β. Ζ. μοῦ διηγήθηκε τὴν ἑξῆς ὠφέλιμη προσωπική του ἐμπειρία μὲ τὸ μακαριστὸ δεσπότη. Κάποτε τὸν κατέκρινε γιὰ τοὺς ἀνθρώπους μὲ τοὺς ὁποίους συνεργαζόταν. Τοῦ ἐμφανίστηκε λοιπὸν ὁ δεσπότης στὸν ὕπνο του καὶ τὸν ἐπέπληξε αὐστηρά, ἀλλὰ μὲ μία χάρη, άλλο πρᾶγμα! Ἔλαμπε ὁλόκληρος. Τὸ σημαντικὸ ὅμως ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ ἐπισκόπου. Τοῦ ἐμφανίστηκε ὡς λαϊκὸς καὶ μάλιστα συνοδευόμενος ἀπὸ μερικὰ… παλιόπαιδα! Τὸν κοίταξε αὐστηρὰ καὶ τοῦ εἶπε μὲ ἕνα περιπαικτικὸ ὕφος: «Μ’ ὅποιον θέλω θὰ κάνω παρέα, ποὺ πέφτεις καὶ σὲ κατάκριση»! Καὶ γυρνώντας πρὸς τὰ παιδιὰ: «Πᾶμε παιδιά μου! Ἀκοῦς νὰ πέφτει καὶ σὲ κατάκριση»! Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἐξαφανίστηκε. Ξύπνησε τὴν ἵδια στιγμὴ ὁ παπᾶς ἐντελῶς θορυβημένος, ἀλλὰ καὶ χαρούμενος καὶ βέβαιος γιὰ τὴ «συνάντηση αὐτοῦ τοῦ τύπου» ποὺ εἶχε μὲ τὸ δεσπότη, καὶ τὴν ἄλλη μέρα ἔφτασε ἀπὸ τὴ δική του πόλη στὴ Σιάτιστα. Ζήτησε ἀκρόαση ἀπὸ τὸ δεσπότη καὶ τοῦ τὰ διηγήθηκε ὅλα μὲ τὸ νὶ καὶ μὲ τὸ σίγμα. Ὁ δεσπότης… ἔσκασε στὰ γέλια! Τοῦ εἶπε νὰ μὴ δίνει σημασία, ἀλλὰ νὰ προσέχει τὴν κατάκριση. Ἔπειτα μὲ νόημα τοῦ πρότεινε νὰ τοῦ διαβάσει τὴν «Εὐχὴ εἰς ἀσθενοῦντα», ὅπως καὶ ἔγινε. Ἐπιστρέφοντας ὁ παπᾶς πῆρε τὸν πνευματικό του στὸ τηλέφωνο γιὰ νὰ τοῦ διευκρινιστοῦν κάποιες λεπτομέρειες. Καὶ ὁ πνευματικός του, ἕνας φωτισμένος ἄνθρωπος τοῦ εἶπε: «Δὲν ἦταν ὁ δεσπότης που ἦρθε στὸν ὕπνο σου, ἦταν ὁ ἄγγελός του, ποὺ σὲ ἐπέπληξε μὲ χαριτωμένο καὶ συνάμα αὐστηρὸ τρόπο, γι’ αὐτὸ ἤσουν σὺν τοῖς ἄλλοις καὶ χαρούμενος. Τὸν εἶδες μὲ ροῦχα λαϊκοῦ γιατὶ λόγῳ τῆς κατακρίσεώς σου, τὸν γύμνωσες ἀπὸ τὴν Ἀρχιερωσύνη του καὶ νὰ προσέχεις ἄλλη φορά. Εἶδες λοιπὸν ποὺ μᾶς διορθώνει μὲ τὰ ἀγγελούδια του ὁ Θεὸς, ἀλλὰ δὲ βάζουμε μυαλό»; Τὸ θέμα εἶναι ἂν ἐμεῖς βάζουμε ὄντως μυαλό.
Ἔτσι λοιπὸν ἐμφανιζόταν ὁ δεσπότης μας καὶ τακτοποιοῦσε καὶ λογισμοὺς καὶ διόρθωνε καὶ πάθη. Κάποτε ἐθεάθη μάλιστα στὴν Ἀθήνα, σ’ ἕνα φανάρι καὶ σκούντηξε καὶ χαιρέτισε κάποιον γνωστό του λέγοντάς του πὼς ἡ μητέρα του θὰ ἀνάρρωνε ἀπὸ σοβαρότατο νόσημα, πρᾶγμα ποὺ ἔγινε. Τὸ σημαντικὸ τῆς ὑπόθεσης ὅμως εἶναι πὼς ἐκεῖ ποὺ μιλοῦσαν, καὶ πλησίαζαν στὸ νοσοκομεῖο, κάνει νὰ γυρίσει ὁ ἄνθρωπος νὰ τοῦ ἀπευθύνει τὸ λόγο, ἀλλὰ ὁ δεσπότης εἶχε γίνει ἄφαντος. (Μαρτυρία κυρίου Ἀργύρη Παπᾶ ἀπὸ Σιάτιστα γιὰ φίλο του).
Κάποτε εἶδε στὰ χέρια μου τὸ βιβλίο (ὁσία πλέον) «Μαρία Σκομπτσόβα, μιὰ διὰ Χριστὸν σαλὴ στοὺς μοντέρνους καιρούς», τῶν ἐκδόσεων ΑΚΡΙΤΑΣ. Μοῦ τὸ ζήτησε προτοῦ τὸ τελειώσω. Τοῦ τὸ ἔδωσα. Τώρα τὸ ἔχω μὲ κάποιες ὑπογραμμίσεις δικές του μέσα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς εἶχα τότε σκανδαλιστεῖ μὲ τὴν ἰδιότυπη μοναστική ζωή της καὶ τὴν ἀρνητικὴ κριτικὴ ποὺ ἔκανε στὰ μοναστήρια ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ἔχω μάλιστα τὴν ἐντύπωση ὅτι σήμερα θὰ ἔλεγε ἀκόμη πιὸ ἀρνητικὰ πράγματα, ἕνεκα τῆς εὐημερίας μας. Ἦταν ρωσίδα ποὺ μετανάστευσε στὸ Παρίσι. Ἐκάρη μοναχή, σὲ συμφωνία μὲ τὸ σύζυγό της. Ἀφιέρωσε τὴ ζωή καὶ τὴν τεράστια κατὰ κόσμον παιδεία της στὸ νὰ μάθει νὰ ἀκούει τὸν πόνο τοῦ πλησίον, ἀγωνιζόμενη πνευματικά, χωρὶς ὅμως νὰ προσπαθεῖ νὰ ἀσφαλίζεται ψυχολογικὰ μέσα ἀπὸ τὸν ἀγώνα της. Δὲν ὑποχρέωνε κανένα σὲ κάτι, καὶ αὐτὸ γοήτευε καὶ μένα, μαζὶ μὲ τὶς ἑκατοντάδες ἀναξιοπαθοῦντες, ἀρρώστους καὶ πεινασμένους ποὺ μάζευε στὸ σπίτι τῆς ὁδοῦ Λουρμέλ. Κάποτε κάπνιζε κιόλας, χτυπώντας στὰ νεῦρα τοὺς «καλοὺς» χριστιανούς, εἰδικότερα ἐκείνους ποὺ ἤθελαν νὰ τακτοποιήσουν τὰ τῆς Ἐκκλησίας, κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς. Ἐνῶ μποροῦσε νὰ σωθεῖ, νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ στρατόπεδο συγκέντρωσης, τελικὰ ἐτελειώθη σὲ θάλαμο ἀερίων, παρηγορώντας μέχρι τελευταίας στιγμῆς τοὺς συγκρατούμενούς της. Διαβάζοντας τὸ βιβλίο ὁ παποῦς, μοῦ εἶπε: «Σήμερα πάτερ Ἐφραίμ, θέλουμε Μαρίες Σκομπτσόβες καὶ Παύλους Σερβίας. Ποῦ εἶναι»; Μοῦ εἶπε ἐπίσης πὼς ἡ ἀνάγνωση τοῦ θύμισε τὸ δικό του σχετικὰ σύντομο πέρασμα ἀπὸ τὸ Παρίσι, ὅπου γνώρισε σημαντικὲς πνευματικὲς προσωπικότητες, μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ τὸν ἐπίσκοπο Κατάνης Κασσιανό, τὸν ὁποῖο ἀποκαλοῦσε ἅγιο ἄνθρωπο, ἄνθρωπο πολλῆς προσευχῆς καὶ μεγάλης ἄσκησης. «Τὸ ὅτι ἦταν ἐμπερίστατοι τοὺς δίδαξε πολλά. Ἐμᾶς ἡ ἀφθονία καὶ ἡ πολυτέλεια μᾶς καταστρέφουν», εἶχε πεἶ πολλὲς φορές.
Ὅταν ἐκοιμήθη, τέθηκε θέμα ποῦ νὰ ταφεῖ. Ἀλλὰ γι’ αύτὸ εἶχε φροντίσει ὁ ἴδιος, μιλώντας κάποτε μὲ τὸν ἅγιο Γρεβενῶν. Ὁ σεβασμιώτατος εἶπε πὼς σὲ ἐρώτησή δική του «Ἐμᾶς ποῦ θὰ μᾶς θάψουνε, Ἀντώνιε»; Πῆρε τὴν ἀπάντηση: «Ἔ! Ποῦ νομίζεις; Κάπου ἐδῶ θὰ μᾶς βάλουνε. Καλὰ εἶναι ἐδῶ γιὰ ἐμᾶς», κι ἔδειξε κατὰ τὸ κιόσκι ὅπου τώρα ἀναπαύεται. Ὁ ἅγιος Γρεβενῶν τὸ εἶχε πεῖ αὐτὸ μπροστὰ στοὺς δύο γραμματεῖς μας.
Κλείνοντας θέλουμε νὰ ποῦμε στὴν ἀγάπη σας, ὅτι τὸν αἰσθανόμαστε τὸν «παποῦ», ὅπως τὸν ἀποκαλοῦμε, καὶ ἐπικαλούμαστε τὶς εὐχές του καὶ τὶς μεσιτεῖες του. Μία ψυχὴ τὶς προάλλες εἶπε στὸ νέο μας δεσπότη (παρόντος ἐμοῦ), ὅτι τὸν εἶδε στὸν ὕπνο της ὁλοζώντανο νὰ τῆς λέει: «Τὶ νομίζετε; Εἶμαι κι ἐγὼ ἐδῶ στὴν αὐλὴ μαζί σας». Νὰ ἔχουμε τὴν εὐχή του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου