Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Η αγάπη πια δεν μας ζυγώνει…





Όταν ήμασταν έφηβοι θέλαμε να τραγουδάμε σαν τον Γιώργο Νταλάρα, να μοιάζουμε στον Τζέιμς Ντιν, να μιλάμε ποιητικά σαν τον Ελύτη, να γράφουμε σαν τον Καζαντζάκη και να έχουμε το ευφυές χιούμορ του Μπενίνι. Τα λεφτά δεν μας ένοιαζαν αν και καμία φορά ισχυριζόμασταν πως στο μαιευτήριο αντί ο Ωνάσης να πάρει εμάς πήρε κατά λάθος τον Αλέξανδρο. Όλα αυτά αφότου είχαμε ξεμπερδέψει με το κρυφτό και την αμπάριζα. Όλα αυτά για να εντυπωσιάσουμε σε κάποιο πάρτι. Με τις ώρες στον καθρέπτη για να φτιάξουμε το μαλλί κοκοράκι βάζοντας του πάνω όποια υγρή ουσία νομίζαμε ότι θα το κρατάει κοκαλωμένο, κυρίως λεμόνι. Κάνοντας  πρόβες στον καθρέπτη για το πώς θα κρατάμε το κονιάκ και αποστηθίζαμε ατέρμονες συναισθηματικές ατάκες από τα σινερομάντζα. Και όλα αυτά για τα μάτια κάποιας κοπελιάς που επίμονα μας κοίταζε στο πάρτι και που σταδιακά διαπιστώναμε ότι κοίταζε κάποιον άλλον. Μέσα στην αγνότητα τους όλα αυτά. Μέσα στα ιδανικά μιας εφηβείας που θέλει να βγει στην επιφάνεια χωρίς να πνίξει κανέναν. Που θέλει να επαναστατεί για τα πάντα και να τσακίζει όπου βρει την αδικία. Με αυτό το γεμάτο εφηβικό οπλοστάσιο και με την κρυφή ελπίδα πως εμείς θα αποτελέσουμε την σπίθα που θα βάλει φωτιά στο αύριο μπήκαμε στα πανεπιστήμια. Βγήκαμε στους δρόμους για όλους τους λαούς της γης, κρατήσαμε λάβαρα και σημαίες, φωνάζαμε συνθήματα και παιανίζαμε τραγούδια. Εκεί  χώραγε και ένα καπηλειό με τους φίλους να τραγουδάμε παρέα με την φωνή του τραγουδοποιού με στίχους για χάρτινα φεγγάρια για ψεύτικες ακρογιαλιές και για έναν τρελό που ξεροσταλιάζει στα σκαλιά της αγαπημένης του αντέχοντας την ρετσίνια αλλά όχι την δική της απονιά.


Και ύστερα ήρθε η καριέρα ή  αυτό που λέμε δουλεία. Ήρθε η προσγειώσει στην πραγματικότητα με το σύστημα να κομματιάζει τα όνειρα ένα-ένα, όπως σπάνε τα δόντια στην τσατσάρα. Τα τραγούδια ξεχάστηκαν, ο επαναστάτης κρύφτηκε μέσα μας και η σπίθα περιμένει ακόμα για να βάλει την φωτιά. Και κάπου εκεί ήρθε μια αγάπη, ένα παιδικό καρότσι, ένα τηλεκοντρόλ, ένας αναπαυτικός καναπές, μια οθόνη υπολογιστή και μια θελημένη απομόνωση. Οι φίλοι ξεχασμένοι, η επικοινωνία με λαικ και τα συναισθήματα πνιγμένα, ακόμα και η οργή.

Και εμείς που από παιδία γεμίζαμε τα βράδια με συλλογικότητες, με όνειρα, με ελπίδα. Περιχαρακωμένοι στα τέσσερα ντουβάρια με έγνοιες μόνο για τα του οίκου μας. Αγνοώντας  τον διπλανό που υποφέρει που πριν ήταν η μόνη έννοια μας. Βλέπουμε το ιδανικό που στηρίξαμε τον κόσμο να περνάει. Την αγάπη. Που πια δεν μας ζυγώνει…

Κώστας Ζουρδός

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου