Παρασκευή 24 Νοεμβρίου 2017

Ένας Πειραιώτικός Πνευματικός Φάρος…



                                                                  Β! ΜΕΡΟΣ



Στα χρόνια που εργαζόταν στην τράπεζα και σπούδαζε στην Πάντειο του ήρθε η επιθυμία να σπουδάσει και την θεολογία. Και κάπως αναπάντεχα γεννήθηκε μέσα του η Ιεροσύνη. Στα είκοσι του χρόνια, παρακολούθησε μια θεατρική παράσταση στο θέατρο Μουσούρη στην οποία πρωταγωνιστούσαν η Έλλη Λαμπέτη και ο Κώστας Μουσούρης. Στην παράσταση ο πρωταγωνιστής ήταν ένας παπικός επίσκοπος που προσπαθούσε να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. Αυτή η βοήθεια προς  τους άλλους του γέννησε την επιθυμία της Ιεροσύνης με αφορμή μια θεατρική παράσταση. Το Νοέμβριο του 1952, έκανε μια εγχείριση στις αμυγδαλές που ήταν τελικά περιπετειώδης. Μετά την εγχείριση ακολούθησε μια δωδεκάωρη μετεγχειρητική αιμορραγία ή οποία και ανησύχησε τους γιατρούς που προσπαθούσαν να περιορίσουν τους κινδύνους που απειλούσαν τη ζωή τους. Σε αυτή την περιπέτεια έδειξε απόλυτη πίστη και ψυχραιμία. Μέρες μετά θα γράψει στο ημερολόγιο του: « Τώρα είμαι απόλυτα βέβαιος πως δεν φοβάμαι τον θάνατο, γιατί πιστεύω ότι δεν θα είναι πλήρης».




Στις αρχές του 1953 τελειώνει τις πτυχιακές εξετάσεις στην Πάντειο και τον Απρίλιο του ίδιου έτους καλείτε να υπηρετήσει την στρατιωτική του θητεία. Μετά την παραμονή του στο κέντρο εκπαίδευσης νεοσυλλέκτων επιλέγει  ως υποψήφιος έφεδρος αξιωματικός και έπρεπε να φοιτήσει στην Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού ( ΣΕΑΠ) στο Ηράκλειο της Κρήτης. Στις 15 Ιουλίου του 1953 πήρε το πλοίο για την Κρήτη. Στις δύσκολες συνθήκες της Σχολής ανταποκρίθηκε με σθένος παρόλο το στέγνωμα της ψυχής και την απουσία πνευματικής ζωής. Στις εξετάσεις της Σχολής του πρώτου διμήνου ήρθε ένατος και του απονεμήθηκε ο βαθμός του λοχία. Μετά την ορκωμοσία του ως έφεδρος αξιωματικός Πεζικού μετατέθηκε σε τάγμα πεζικού στην Θεσσαλονίκη. Η διοίκηση του τάγματος του ανέθεσε να εκφωνήσει  την πανηγυρική ομιλία κατά τον εορτασμό της 25ης Μαρτίου και μερικές μέρες μετά κήρυξε από άμβωνος σε Ναό της Θεσσαλονίκης. Το Μάρτιο του 1954, μετατέθηκε στο Κέντρο Εκπαίδευσης Νεοσυλλέκτων Καλαμών και τον Μάιο του ίδιου έτους, μετατέθηκε στο ΤΕΑ που είχε έδρα του τον Μελιγαλά Μεσσηνίας. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας, γράφτηκε στο τρίτο έτος της νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Τον Μάρτιο του 1955, ολοκλήρωσε τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και απολύθηκε από τον στρατό με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού. Τον Ιούνιο του 1957, πήρε το πτυχίο του από την Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και στην συνέχεια γράφτηκε στην Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1960, έφυγε από την ζωή η αγαπημένη του γιαγιά Βασίλω, εκείνη που τον στήριξε στα πρώτα του πνευματικά βήματα και τον έπαιρνε μαζί της κάθε Κυριακή στην λειτουργία της ενορίας του Αγίου Βασιλείου. Τον Ιούνιο του 1962, πήρε το πτυχίο της θεολογίας και αποφάσισε να ακολουθήσει την εσωτερική του φωνή και να χειροτονηθεί κληρικός. Ο πνευματικός του π. Γεώργιος Πυρουνάκης  του συνέστησε να απευθυνθώ στην Μητρόπολη Πειραιά, που μόλις είχε ιδρυθεί, και στον οικείο Μητροπολίτη για την διευθέτηση των ζητημάτων της χειροτονίας. Την περίοδο όμως εκείνη η Μητρόπολη Πειραιώς είχε τοποτηρητή τον Μητροπολίτη Ύδρας και έτσι αποφάσισε να απευθυνθεί στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών που τότε ήταν ο Χρυσόστομος Χατζησταύρου. Έκλεισε συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο που όμως όλο το πρωινό δεν τον είχε δεχθεί για ακρόαση. Κατά το μεσημέρι ο Αρχιεπίσκοπος βγήκε από το γραφείο του για να αποχωρήσει από το Μητροπολιτικό μέγαρο. Τότε ένας γραμματέας τον προέτρεψε να μιλήσει τώρα στον Αρχιεπίσκοπο έστω και στο πόδι για το ζήτημα του. Ο Αλέξης ( π. Φιλόθεος) τον πλησίασε και για να τον εντυπωσιάσει του είπε ότι είναι νομικός και θεολόγος και επιθυμούσε να γίνει κληρικός. Ο Αρχιεπίσκοπος έδειξε να ενοχλείτε από αυτήν την παρέμβαση και τον προέτρεψε να απευθυνθεί στον Πρωτοσύγκελο και να κάνει μια αίτηση στην οποία και θα ζητάει να χειροτονηθεί. Έκανε την αίτηση και μετά από λίγο καιρό του απάντησαν ότι η Αρχιεπισκοπή δεν είχε κενές θέσεις. Ένας νέος άνθρωπος με τρία πανεπιστημιακά πτυχία, γεγονός σπάνιο για κάθε εποχή, δεν υπήρχε  θέση για αυτόν στον κλήρο της Αρχιεπισκοπής. Ανεξήγητο. Ανθρώπινη αδυναμία ή θέλημα του Θεού; Ποιος μπορεί να απαντήσει;


Τον Ιούνιο του 1962 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος και κατά την διάρκεια του ταξιδιού του γνώρισε έναν καθηγητή της θεολογίας ο οποίος ακούγοντας τους προβληματισμούς και τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο θέμα της χειροτονίας του πρότεινε να συναντήσει έναν φίλο του επίσκοπο, τον Μητροπολίτη Κίτρους Βαρνάβα που θα τον βοηθούσε. Ο Μητροπολίτης τον δέχθηκε με πολύ αγάπη, δέχθηκε να τον χειροτονήσει και να του επιτρέψει να συνεχίσει τις σπουδές του στην Αμερική. Τον προέτρεψε όμως πριν από όλα αυτά να μείνει για λίγο μαζί του στην Κατερίνη. Αμέσως υπέβαλε την παραίτηση το από την τράπεζα και ξεκίνησε για την Κατερίνη μη γνωρίζοντας πόσο θα έμενε εκεί. Δύο μέρες μετά την άφιξη του στην Κατερίνη ο μητροπολίτης του ανακοίνωσε ότι θα προβούν σε λίγες μέρες στην μοναχική του κουρά. Στις 22 Σεπτεμβρίου του 1962 έγινε η μοναχική του κουρά στην Μονή του Αγίου Διονυσίου του εξ Ολύμπου, την επόμενη μέρα χειροτονήθηκε διάκονος και την μεθεπόμενη πρεσβύτερος, στον Ιδρυματικό Ναό του Αγίου Φωτίου.  Στην χειροτονία του σε πρεσβύτερο, ο Μητροπολίτης του απένειμε το οφφίκιο του Αρχιμανδρίτου. Λίγες μέρες πριν την κουρά του ο Μητροπολίτης Κίτρους τον ρώτησε αν επιθυμούσε να αλλάξει το όνομα του και ποιο όνομα επιθυμούσε. Εκείνος του απάντησε ότι προτιμούσε να κρατήσει το βαπτιστικό του όνομα, Αλέξιος. Την ώρα της ονοματοθεσίας ο Μητροπολίτης Κίτρους τον ονόμασε Φιλόθεο. Όταν μετά από λίγες μέρες ρώτησε τον Μητροπολίτη πως είχε πάρει την απόφαση να του δώσει το συγκεκριμένο όνομα, εκείνος του απάντησε: « Αρχικά είχα σκοπό να κρατήσω το βαπτιστικό σου όνομα. Αλλά την ώρα της κουράς πέρασε από το μυαλό μου ότι ο Άγιος Διονύσιος ο έξ Ολύμπου, στην μονή του οποίου έγινε η κουρά, ήταν μοναχός της Μονής Φιλοθέου του Άγιου Όρους και εσύ ως φιλόθεος που εγκαταλείπεις την κοσμική για την μοναχική ζωή, πρέπει να πάρεις αυτό το όνομα». Πολλά χρόνια μετά όταν σε μια συζήτηση με τον Μητροπολίτη τον ρώτησε για την ονομαστική του εορτή, ο π. Φιλόθεος του απάντησε ότι γιορτάζει στις 24 Ιανουαρίου ημέρα μνήμης του Αγίου Φιλοθέου ιδρυτού της Μονής Φιλοθέου. Ο Μητροπολίτης τον ρώτησε γιατί γιορτάζει τότε ενώ υπήρχαν τέσσερις πέντε άγιου Φιλόθεοι σε διάφορες ημερομηνίες, ο π. Φιλόθεος του διηγήθηκε την απάντηση του ίδιου όταν του έδωσε αυτό το όνομα. Ο Μητροπολίτης έδειξε να μην θυμάται τίποτα.


Μετά την χειροτονία του άρχισαν τα μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης. Εκεί ξεκινάει η φοίτηση του στην Σχολή του Τιμίου που του ανατέθηκε και ο ρόλος του επιμελητού. Παράλληλά ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής τον διορίζει βοηθό εφημέριο στον καθεδρικό ναό της Βοστώνης. Ένα από τα πρώτα ποιμαντικά έργα που του ανατέθηκαν ήταν οι τακτικές επισκέψεις στους ασθενείς σε τρία μεγάλα νοσοκομεία της Βοστώνης. Αυτό το διακόνημα καθόρισε την σκέψη του και τους μετέπειτα προσανατολισμούς του. Μια μέρα στο ταχυδρομικό του κουτί άνοιξε έναν φάκελο που νόμιζε ότι περιείχε διαφημιστικό έντυπο υλικά, αλλά ήταν μια πρόσκληση για τα εγκαίνια ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου ημέρας που επρόκειτο να γίνουν στην πόλη Peabody. Αποδείχθηκε μια πρόσκληση ζωής. Εκεί, ο π. Φιλόθεος ξεκίνησε ως μέλος μια θεραπευτικής ομάδας και έγινε ποιμαντικός σύμβουλος και επόπτης της θεραπείας της οικογένειας. Στο μεταξύ από το 1965 είχε πάρει το master από το Boston University και αρθρογραφούσε σε διάφορα επιστημονικά περιοδικά. Το φθινόπωρο του 1968 άρχισε να διδάσκει Ποιμαντική Ψυχολογία στην σχολή του Τίμιου Σταυρού στην Βοστώνη. Ο π. Φιλόθεος αν και είχε σπουδαία ποιμαντική δράση στην Αμερική και είχε διευρύνει και τις σπουδές του και τους ορίζοντες του, πάντα σκεπτόταν να γυρίσει στην Ελλάδα και πίστευε την παραμονή του στην Αμερική προσωρινή. Στα πρώτα χρόνια της δικτατορίας δέχθηκε μια επιστολή από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο Κοτσώνη που τον προέτρεπε να γυρίσει στην Ελλάδα και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην πατρίδα και στην Εκκλησία. Ταλαντευόταν να πάρει την απόφαση του λόγω των πολιτικών και εκκλησιαστικών καταστάσεων που επικρατούσαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο της δικτατορίας. Σε ένα ταξίδι του στην Ελλάδα συνάντησε έναν κληρικό, τον π. Τιμόθεο Κοντομέρκο, που είχε υπηρετήσει στην Μητρόπολη Γερμανίας και είχε επιστρέψει και αυτός στην Ελλάδα ύστερα από πρόσκληση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου, και όταν άκουσε και τις δικές του σκέψεις για επιστροφή, τον απέτρεψε αμέσως. Ο π. Τιμόθεος του διηγήθηκε ότι στην Γερμανία έκανε μια ραδιοφωνική εκπομπή στην οποία και κατήγγειλε τις φρικαλεότητες, την ανελευθερία που επικρατούσε στην Ελλάδα εν  μέσο της δικτατορίας. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα, μετά από λίγες ημέρες τον κάλεσε στο γραφείο του ο Λαδάς και τον εξευτέλισε στην κυριολεξία, σκίζοντας του το διαβατήριο και πετώντας τον με την βία έξω από το γραφείο. Ο π. Τιμόθεος μετά από το γεγονός, έτρεξε στον Αρχιεπίσκοπο για να διαμαρτυρηθεί και να ζητήσει προστασία αλλά εκείνος αρνήθηκε να τον δεχθεί.

Θα γυρίσει από την Αμερική μετά από δεκατέσσερα χρόνια, το 1976, πολλά πράγματα είχαν αλλάξει. Την ημέρα της επιστροφής του τον περίμεναν στον διαμέρισμα του στο Παγκράτι, οι γονείς του, η αδερφή του και ο γαμπρός του και κάνα δύο φίλοι. Έπρεπε να ξαναρχίσει από την αρχή…

Συνεχίζεται…


Κώστας Ζουρδός

* Τα περισσότερα βιογραφικά στοιχεία για το αφιέρωμα, τα έχουμε αντλήσει από το εξαιρετικό βιβλίο του π. Φιλόθεου Φάρου: « Συγκυρίες και Επιλογές» από τον εκδοτικό οίκο Αρμός και είναι αυτοβιογραφικό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου