Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Η κόρη του Κορνήλιου Καστοριάδη, Κυβέλη Καστοριάδη μιλά για την καριέρα της ως τραγουδίστριας


 


 Νόρα Μολυβιάτη



Η Κυβέλη Καστοριάδη βρίσκεται στην Ελλάδα και πραγματοποιεί συναυλίες με αφορμή την κυκλοφορία του δεύτερου cd της με τίτλο «Songs for a blue cloud», το οποίο κυκλοφορεί από τη Μικρή Αρκτο.

Συνέντευξη: Νόρα Μολυβιάτη - Φωτογραφία: Χρήστος Τερζής
 Η κόρη του Κορνήλιου Καστοριάδη, αν και μεγάλωσε και ζει στο Παρίσι, διατηρεί μοναδική σχέση αγάπης με την ιδιαίτερη πατρίδα της. Δεν είναι τυχαίο ότι η πρώτη δισκογραφική παραγωγή της, το «Sous le ciel de Paris», έγινε στην Ελλάδα. Δηλώνει θαυμάστρια του Αλκίνοου Ιωαννίδη και της Σαβίνας Γιαννάτου και παραγγέλνει διπλό ελληνικό στο καφενείο του Εθνικού Κήπου, όπου δώσαμε ραντεβού.
Πώς προέκυψε η επιλογή των κομματιών;
Είναι η δεύτερη δουλειά μου με διασκευές από παλιά τραγούδια, των Μπορίς Βιάν, Λέοναρντ Κοέν, Μπομπ Ντίλαν, Κουρτ Βάιλ, Σερζ Γκενσμπούρ κ.ά., τα οποία έχω συνδέσει με παιδικές αναμνήσεις και τα επέλεξα όχι τόσο για να τα θυμίσω στο κοινό, αλλά γιατί τα έχω αγαπήσει και αισθάνομαι την ανάγκη να τα τραγουδήσω. Αυτήν τη φορά έχω συμπεριλάβει και δύο ελληνικά τραγούδια. Το ένα είναι «Η τρελή του φεγγαριού» του Μάνου Χατζιδάκι, που το θυμάμαι να ακούγεται στο σπίτι από δίσκους που είχε φέρει η μητέρα μου από την Ελλάδα τη δεκαετία του ’70. Το δεύτερο είναι του Γιάννη Αγγελάκα, το «Θέλω να είμαι μουσική», το οποίο δεν γνώριζα και μου το έμαθε ο κιθαρίστας και συνεργάτης μου Ορέστης Καλαμπαλίκης. Με ενδιαφέρει ιδιαίτερα το νόημα των στίχων και γι’ αυτό συνήθως τραγουδάω μελοποιημένα ποιήματα. Για μένα είναι πολύ σημαντικό να ακούγεται ο λόγος, στον οποίο συνήθως ενυπάρχει κι ένα μήνυμα, πολλές φορές πολιτικό. Πρόσεξε, δεν μου αρέσουν τα πολιτικά τραγούδια. Προτιμώ αυτά που έχουν «κρυφό» νόημα.


Γιατί είναι μελαγχολική η ατμόσφαιρα του cd σου;
Προσπαθώ να δείχνω χαρούμενη, να έχω καλή διάθεση στις συναναστροφές μου, αλλά είμαι απαισιόδοξη. Με απογοητεύει ο χειρισμός των πραγμάτων καθημερινά από τους πολίτες, τους πολιτικούς και συνολικά την κοινωνία. Με απογοητεύει το πόσο έχουμε εγκαταλείψει κοινωνικά και περιβαλλοντικά θέματα. Στην παγκόσμια διάσκεψη για το περιβάλλον που έγινε στο Παρίσι οι αποφάσεις δεν έφτασαν στο επίπεδο στο οποίο θα ήταν ωφέλιμες για τον πλανήτη, αλλά έως το σημείο που οι κυβερνήσεις θα έχουν ήσυχη τη συνείδησή τους. Βλέπουμε αυτή την τραγική κατάσταση με το προσφυγικό. Προσωπική μου άποψη είναι ότι αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να τους υποδεχτούμε και αυτό να γίνει σωστά. Ξέρω ότι είναι εύκολο να το λες και ότι χρειάζονται δομές, χρήματα και ένα κράτος που να λειτουργεί. Είναι αναγκαία όμως και η παιδεία στους Ευρωπαίους πολίτες και απογοητεύεσαι όταν συνειδητοποιείς ότι δεν τη διαθέτουν πάντα. Με ανησυχεί το ότι στην Ευρώπη μεθοδεύουν σιγά σιγά τον περιορισμό των προσωπικών ελευθεριών. Μετά τα τελευταία τρομοκρατικά χτυπήματα σταματούν στον δρόμο για έλεγχο ανθρώπους που δεν έχουν καμιά σχέση με τρομοκρατικές πράξεις, απαγορεύουν διαμαρτυρίες π.χ. για το περιβάλλον και οι αστυνομικές αρχές αντιμετωπίζουν με πρωτόγνωρη αγριότητα τους διαδηλωτές.
Η κρίση στην Ελλάδα σε έχει επηρεάσει;
Με έχει επηρεάσει, όχι τόσο σε προσωπικό οικονομικό επίπεδο, επειδή μένω στο Παρίσι, αλλά βλέπω πόσο υποφέρουν άνθρωποι που αγαπάω και ζουν στην Ελλάδα. Την εποχή του δημοψηφίσματος ήμουν στο Παρίσι καρφωμένη μπροστά στον υπολογιστή μου, πατώντας συνέχεια ανανέωση της σελίδας για να μάθω το αποτέλεσμα, να δω τι θα γίνει. Μου φαινόταν τρελή η όλη διαδικασία και το να τεθεί μια ερώτηση που στην ουσία κανείς δεν είχε γνώσεις να απαντήσει. Ηταν μια ερώτηση για οικονομολόγους. Δεν είχα ελπίδα ότι το αποτέλεσμα θα αλλάξει κάτι, ούτε ότι επρόκειτο να επηρεαστεί η Ευρώπη από αυτό.
Σε ενοχλεί που όλοι σε ρωτάνε για τον πατέρα σου;
Εξαρτάται σε ποια φάση είσαι όταν σε ρωτάνε. Υπάρχουν στιγμές που θέλεις να μοιραστείς πράγματα και άλλες πάλι όχι. Προφανώς πάντα είναι πολύ τιμητικό και σου δίνει χαρά. Οταν ήμουν μικρή δεν καταλάβαινα τι ακριβώς έκανε ο πατέρας μου, καταλάβαινα απλώς ότι ζούσα με έναν λαμπρό και έξυπνο άνθρωπο. Ιδίως τα καλοκαίρια που πηγαίναμε βόλτες και τον σταματούσαν στον δρόμο. Θυμάμαι ότι μεταξύ δέκα το πρωί και μία το μεσημέρι ήθελε απόλυτη ησυχία στο σπίτι, ήταν οι ώρες που κλεινόταν στο γραφείο του και έγραφε, γιατί το απόγευμα δεχόταν επισκέψεις ως ψυχαναλυτής. Είχε πολύ πειθαρχημένο πρόγραμμα. Θα έβρισκε όμως χρόνο για να με βοηθήσει στα μαθήματα του σχολείου ή για να κάνουμε βόλτες σε ένα νησάκι που είναι απέναντι στον Σηκουάνα. Με έπιανε από το χέρι για να πάμε σε ένα συγκεκριμένο ζαχαροπλαστείο, μισή ώρα περπάτημα, που είχε το αγαπημένο μας γλυκό με φρούτα του πάθους και άγριες φράουλες. Ηταν ο περίπατός μας. Του έλεγα για το σχολείο, μου μιλούσε για τη δουλειά του και μου αφηγούνταν τα δικά μας παραμύθια, που ήταν ιστορίες για την αρχαία Ελλάδα, για τον Θησέα, τις Θερμοπύλες, τον στρατό του Ξέρξη. Τα διηγούνταν με χαρά και θαυμασμό ταυτόχρονα. Είχε σπάνια μεταδοτικότητα και το χάρισμα να ψυχολογεί τον συνομιλητή του και να του μεταφέρει πράγματα με τρόπο απολύτως κατανοητό γι’ αυτόν.
Ποια συμβουλή του και ποιο δώρο του θυμάσαι;
Μου έλεγε συχνά μια φράση του Ολλανδού Guillaume d’ Orange: «Δεν είναι αναγκαίο να ελπίζεις για να προσπαθήσεις κάτι, ούτε να πετυχαίνεις για να ξαναδοκιμάσεις». Το έχω στο μυαλό μου πάντα αυτό. Στο σπίτι έχω πολλά πράγματα του πατέρα μου και δώρα του, όπως μυθιστορήματα, π.χ. τους «Αθλιους» του Ουγκώ, στο οποίο μου έχει κάνει και αφιέρωση. Αλλά εκείνο που φυλάω με ιδιαίτερη προσοχή είναι κάτι που για να το αγοράσει χρειάστηκε να βγει από τον δικό του χαρακτήρα και να προσπαθήσει να προσεγγίσει τα δικά μου γούστα: ένα βινύλιο της Τίνα Τάρνερ, το «The best», που είχε διαβάσει στη «Le Monde» ότι ήταν ο τοπ καινούργιος δίσκος και άρεσε στη νεολαία. Συνήθως μου έφερνε δίσκους κλασικής μουσικής. Θυμάμαι, ανοίγω το χαρτί και βλέπω την Τίνα Τάρνερ μπροστά μου. Ηταν πραγματική έκπληξη.
Πώς αποφάσισες να γίνεις τραγουδίστρια; Δεν θα ήταν πιο εύκολο να ακολουθήσεις τον επαγγελματικό δρόμο του πατέρα σου;
Δεν πιστεύω ότι τα παιδιά κάνουν ό,τι οι γονείς τους και τονίζω το «οι γονείς» γιατί έχω και μητέρα (γελάει). Ωστόσο, υπήρχε πολλή μουσική μέσα στο σπίτι μου, η επιλογή μου δεν ήρθε από το πουθενά. Ακούγαμε συνεχώς μουσική με τον πατέρα μου. Η μητέρα μου, από την άλλη, είχε πολύ ωραία φωνή. Θυμάμαι να λέω ότι θα γίνω τραγουδίστρια από επτά χρόνων. Ο πατέρας μου είχε φιλοδοξίες στη μουσική, ήθελε να γίνει μαέστρος και είχε κάνει σπουδές πιάνου και μαθήματα σύνθεσης όταν ήταν 16-17 χρόνων. Εχω ακόμη κάποιες ημιτελείς παρτιτούρες του. Επαιζε πιάνο και τραγουδούσαν μαζί με τη μητέρα μου, κυρίως τζαζ, όπως το «Summertime». Βέβαια εκείνος ήταν λίγο παράφωνος. Χαιρόταν όταν του έλεγα ότι θέλω να ασχοληθώ με το τραγούδι, αλλά πάντα με συμβούλευε: «Να σπουδάσεις και κάτι άλλο μαζί». Ηθελε να έχω ένα δίχτυ ασφαλείας. Έτσι ξεκίνησα σπουδές στα λατινικά και στα αρχαία ελληνικά. Το 1990 είχε γίνει ένα συνέδριο για το έργο του στη Γαλλία, στο οποίο είχε παραστεί, και το 2000, τρία χρόνια μετά τον θάνατό του, επαναλήφθηκε και είχαμε πάει μαζί με τη μητέρα μου. Με πλησίασε μια κυρία, ακαδημαϊκός, την οποία δεν γνώριζα και με ρώτησε: «Είσαι η Κυβέλη; Πώς πάει το τραγούδι;». Ξαφνιάστηκα και ζήτησα να μάθω πώς ήξερε ότι ήθελα να ασχοληθώ με αυτό και εκείνη μου απάντησε: «Μα ο μπαμπάς σου το έλεγε σε όλους την προηγούμενη φορά και ήταν πολύ περήφανος που θα γίνεις τραγουδίστρια». Είχα συγκινηθεί πολύ τότε…
Ποια ήταν η σχέση του με την Ελλάδα;
Θα μπορούσα να πω περίεργη, αλλά δεν μου αρέσει τόσο η λέξη, άσε που η μητέρα μου είχε πιο «περίεργη» σχέση μαζί της. Ηταν λίγο σχέση αγάπης και μίσους. Το έχουν πολλοί Ελληνες του εξωτερικού, ειδικά αυτοί που έφυγαν την περίοδο του εμφυλίου ή της δικτατορίας. Ο πατέρας μου λάτρευε την Ελλάδα, είχε συναισθηματική και αισθησιακή σχέση μαζί της, πάντα μιλούσε για τη ζέστη του ελληνικού καλοκαιριού, τη θάλασσα, τον ήλιο. Εχουμε περάσει πολύ ωραία καλοκαίρια στην Τήνο. Αλλά δεν νομίζω ότι είχε αυταπάτες για την υπόλοιπη ελληνική πραγματικότητα. Πέθανε το 1997 και από τότε έβλεπε πόσο καταστρεφόταν η χώρα και ότι οδεύουμε σε έναν δρόμο χωρίς επιστροφή. Πολλές φορές σκέφτομαι τη φράση που είχε πει στο τέλος της εκπομπής «Παρασκήνιο». Τον ρωτάει η δημοσιογράφος «τι θα είχε γίνει αν είχατε μείνει στην Ελλάδα;» και εκείνος ξαπλωμένος στην παραλία παίζοντας με τα βότσαλα, το βλέπεις δυσκολεύεται και προβληματίζεται να τη βγάλει αυτήν τη φράση αλλά τη λέει: «Δεν ξέρω, πιστεύω ότι θα με είχε φάει». Βαριά κουβέντα για μια χώρα ότι τρώει τα παιδιά της.

Πηγή:www.documentonews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου